ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΜΕΤΑΞΗΤΙΝΟΥ

 

Αγριεύουν τα πράγματα στο «Μπρούσκο». Η υπόθεση με τους τοκογλύφους και τον Αλκιβιάδη έχει αρχίσει να ξεφεύγει επικίνδυνα. Ηδη υπάρχουν δύο θύματα, ο αδελφός του Ανδρέα και το τσιράκι του Αλκιβιάδη είναι νεκροί. Στο στόχαστρο του αδίστακτου Αλκιβιάδη έχει μπει ο Ανδρέας και έχοντας βρει σύμμαχο τον παρανοϊκό Πάτροκλο, συνεχίζει την εγκληματική του δράση.

To σχέδιό τους τώρα λέει να τον παρακολουθούν και έτσι έχουν βάλει ανθρώπους οπλισμένους έξω από το σπίτι της Αναστασίας. Ωστόσο, η Αναστασία ένα βράδυ καταλαβαίνει ότι την παρακολουθούν. Παίρνει το όπλο της και βγαίνει έξω: «Σταμάτα! Θα σου ρίξω! Κόλλα την πλάτη σου στον τοίχο», λέει σε ένα άντρα του Αλκιβιάδη και βάζοντάς του το όπλο στο κεφάλι λέει: «Λέγε ποιος είσαι και τι θέλεις μέσα στον κήπο του σπιτιού μου». Αυτός δεν μιλάει και ξαφνικά της κάνει επίθεση. Ορμάει και πετάει το όπλο από το χέρι της, το όπλο όμως πέφτει πολύ μακριά και η Αναστασία τρέχει να το πιάσει. Μέχρι να το φτάσει, αυτός έχει φύγει από τον κήπο. Οταν το μαθαίνει ο Αλκιβιάδης γίνεται έξαλλος: «Πήγαν οι ηλίθιοι και χώθηκαν στον κήπο της Αναστασίας. Λες και δεν μπορούσαν να τσεκάρουν από μακριά αν ο Ανδρέας Ρασιδάκης μένει εκεί μόνιμα. Λοιπόν, έμαθα ότι ο Ρασιδάκης έφυγε για Αθήνα», λέει στο Πάτροκλο, του οποίου το μάτι γυαλίζει και δηλώνει: «Οταν επιστρέψει να τελειώνουμε μαζί του». Η Αναστασία λέει στον Ανδρέα τι έχει συμβεί κι εκείνος τρελαίνεται: «Την τύχη μου μέσα! Θέλω να προσέχεις! Ακούς;», της λέει και η Αναστασία τον ενημερώνει ότι έχει ειδοποιήσει τρεις δικούς της οπλισμένους άντρες να την φυλάνε. Την ίδια στιγμή, ο Πάτροκλος μιλάει με τον Διαμαντή για τα γεγονότα και του δηλώνει: «Τελείωσε, με το που θα επιστρέψει από Αθήνα ο Αντρέας Ρασιδάκης, θα τον βγάλουμε από τη μέση. Αυτός ο τύπος έχει φάει δύο ανθρώπους του κυκλώματος. Δεν μπορεί να το αφήσουμε αναπάντητο. Θα ξεθαρρέψουν και οι άλλοι μετά».