Μόλις ο Πάτροκλος ακούει τη Δήμητρα να του λέει για το μωρό του Νεκτάριου και ότι δεν πρόκειται να πάρει τίποτα από την περιουσία των παιδιών της, σαλτάρει τελείως και, προκειμένου να την ευχαριστήσει, του μπαίνει μια τρελή ιδέα, να εξαφανίσει το μωρό. Ετσι, πηγαίνει στην Κύπρο και κατευθύνεται στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Παραφυλάει και μόλις τη βλέπει να φεύγει για τη δουλειά της, μπαίνει κρυφά στο σπίτι της από ένα ανοιχτό παράθυρο. Οταν η γυναίκα που κρατάει το μωρό πηγαίνει προς τα μέσα, ο Πάτροκλος τρέχει γρήγορα, κλείνει την πόρτα και κλειδώνει τη γυναίκα. Στη συνέχεια μπαίνει μέσα στο δωμάτιο που είναι το μωρό, το παίρνει με το πορτ μπεμπέ και το σκεπάζει με μια κουβερτούλα να μη φαίνεται. Ανοίγει την πόρτα και φεύγει.
Αμέσως με το που απομακρύνεται από το σπίτι της Αλεξάνδρας, τηλεφωνεί στη Δήμητρα: «Αγάπη μου, είμαι Λευκωσία. Αρπαξα το μωρό του Νεκτάριου και της Αλεξάνδρας και το έχω σπίτι. Μέχρι το βράδυ δεν θα υπάρχει». Η Δήμητρα τα χάνει, τρελαίνεται, δεν μπορεί να πιστέψει στ’ αυτιά της ότι έκανε κάτι τέτοιο και αρχίζει να του φωνάζει: «Τι έκανες; Τι έκανες; Μην το πειράξεις, ακούς; Μην το πειράξεις!». Αμέσως η Δήμητρα φεύγει τρέχοντας να προλάβει το κακό. Μόλις φτάνει στο σπίτι του Πάτροκλου, έξαλλη παίρνει το μωρό στα χέρια της και κοιτάζοντας έντονα τον Πάτροκλο αρχίζει να του φωνάζει: «Τι πήγες να κάνεις; Δολοφόνος είσαι; Ούτε να διανοηθώ ότι θα κάνεις κακό σ’ ένα μωρό». Η απάντησή του όμως είναι τέτοια που τη σοκάρει ακόμα περισσότερο: «Θα σκότωνα οποιονδήποτε για χάρη σου, για να μη σε βλέπω δυστυχισμένη». Η Δήμητρα τα έχει χαμένα και αρχίζει να τον παρακαλεί: «Η Μαρίνα δεν ξέρει ότι λείπω, θα με ψάχνει. Υποσχέσου μου ότι δεν θα πειράξεις το μωρό και θα το γυρίσεις πίσω!».
Ο Πάτροκλος της το υπόσχεται, αλλά έχει ακόμα το μάτι του τρελού, ενώ στο σπίτι της Αλεξάνδρας η γυναίκα που κράταγε το μωρό καταφέρνει να απεγκλωβιστεί και ειδοποιεί για την απαγωγή!