Από τη ΜΑΡΙΑ ΜΕΤΑΞΗΤΙΝΟΥ

 

Ο Πάτροκλος είναι πλέον το δεξί χέρι του Αλκιβιάδη, ενώ πολλές φορές γίνεται ακόμα πιο σκληρός κι από αυτόν. Ειδικά όταν έχει να κάνει με τον Σήφη και την Αναστασία, ο Πάτροκλος γίνεται θεριό ανήμερο, καθώς η ζήλια και το μίσος που τρέφει γι’ αυτούς είναι μεγάλο και δεν διστάζει να το δείξει με τον χειρότερο τρόπο.

Η κατάσταση του Πάτροκλου όσο πάει και χειροτερεύει. Η συνεχής απόρριψη από τη Δήμητρα, αλλά και η εχθρική στάση όλων τον φέρνει σε απόγνωση και πηγαίνει κατευθείαν στη Χρυσάνθη. Εκεί της εξομολογείται τι αισθάνεται και πώς είναι η σχέση του με τον Διαμαντή: «Ο Διαμαντής δεν με αγάπησε ποτέ. Τουλάχιστον όχι όσο αγαπάει τον Σήφη και την Αναστασία. Εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη μου για αγάπη και με χρησιμοποίησε για τις βρομοδουλειές του. Και τώρα μου γυρίζεις κι εσύ την πλάτη... Αν ήσουνα κοντά μου απ’ την αρχή, θα γινόμουν έτσι; Αναρωτήθηκες ποτέ;», της λέει και για μια ακόμα φορά εκφράζει την αντιπαράθεση και τη ζήλια του για την Αναστασία και τον Σήφη.
Ο Αλκιβιάδης, στο μεταξύ, έχει κινήσει γη και ουρανό για να εντοπίσει τον Σήφη με την Αλκηστη, ώσπου δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον κάνει να λάβει αμέσως δραστικά μέτρα για να τους πιάσει: «Υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από άντρες του Γιαννακάκη έξω από το σπίτι της Αναστασίας», λέει στον Πάτροκλο που βρίσκεται εκείνη την ώρα στο γραφείο του. «Που σημαίνει ότι μπορεί εκεί να κρύβουν την Αλκηστη. Αυτό δεν σκέφτηκες;», τον ρωτάει χαιρέκακα ο Πάτροκλος και συμπληρώνει με μάτια που πετάνε φωτιές: «Ωραία. Να μπουκάρουμε αργά τη νύχτα». Ο Αλκιβιάδης γελάει με κακία: «Στο μυαλό μου είσαι», του λέει κι αρχίζουν να καταστρώνουν σχέδια για το πώς θα επιτεθούν το βράδυ στην Αναστασία.
Εχει νυχτώσει, έξω από το σπίτι της Αναστασίας είναι ακροβολισμένοι ένοπλοι άντρες δικοί της, ενώ καταφθάνουν και ο Αλκιβιάδης, ο Πάτροκλος και τρεις μπράβοι τους, όλοι με όπλα.
Μέσα στο σπίτι τίποτα δεν προμηνύει τι θα συμβεί σε λίγο. Η Αναστασία είναι χαλαρή και αφού καληνυχτίζει την Αλκηστη ετοιμάζεται να πάει για ύπνο. Το ίδιο κάνει και ο Ανδρέας. Παράλληλα, έξω ετοιμάζονται για κανονική εισβολή και πόλεμο. Με τα όπλα στα χέρια και μπροστά ο Πάτροκλος ανοίγουν την εξώπορτα του σπιτιού της Αναστασίας και οπλίζουν. Προχωρούν λίγα βήματα και ξαφνικά πετάγονται οι άντρες της Αναστασίας και αρχίζουν οι πυροβολισμοί. Η συμπλοκή είναι μεγάλη και οι σφαίρες πέφτουν βροχή, ενώ μια σφαίρα βρίσκει τον Γιώργη, έναν από τους άντρες της Αναστασίας.
Φυσικά από τους πυροβολισμούς ξυπνάνε όλοι μέσα στο σπίτι. Πρώτος ο Ανδρέας πετάγεται πάνω, παίρνει το όπλο του και βγαίνει έξω. Η Αλκηστις τρέχει κοντά στην Αναστασία τρομαγμένη: «Χριστέ μου, τι γίνεται έξω;», λέει η κοπέλα και βάζει τα κλάματα, ενώ η Αναστασία πιο ψύχραιμη της απαντάει: «Μην πας κοντά στο παράθυρο, πρόσεξε» και αρχίζει να ανάβει τα φώτα του σπιτιού.
Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, ο Πάτροκλος πιο σκληρός απ’ όλους πυροβολεί προς το μέρος της Αναστασίας, ενώ ο Ανδρέας που βλέπει ότι πυροβολεί, προλαβαίνει και πετυχαίνει αυτός τον Πάτροκλο και τον τραυματίζει στο πόδι. Ο Πάτροκλος πονάει και ο Αλκιβιάδης που καταλαβαίνει ότι τα πράγματα δυσκολεύουν, αρχίζει να φωνάζει: «Πάμε». Οι μπράβοι, ο Πάτροκλος μες στα αίματα και ο Αλκιβιάδης φεύγουν άρον-άρον, ενώ οι άντρες της Αναστασίας τρέχουν να τους εμποδίσουν.