Ο Πάτροκλος έχει φοβηθεί ότι η Ρενάτα έχει πάρει τα μυαλά του Διαμαντή και ότι θα του φάει τα λεφτά. Ετσι της επιτίθεται και τη διώχνει από το σπίτι του πατέρα του με τον χειρότερο τρόπο: «Τα μπογαλάκια σου και δρόμο! Θα εξαφανιστείς από τη ζωή του πατέρα μου!», της λέει, ενώ η κοπέλα του εξηγεί: «Πάτροκλε, με έχεις παρεξηγήσει. Δεν έχω στόχο τα χρήματα. Ο Διαμαντής με έχει γοητεύσει!», αλλά ο Πάτροκλος με το γνωστό του ύφος την πετάει έξω λέγοντάς της: «Μωρέ άσε τα σάπια, δεν μασάω. Τις ξέρω τις γυναίκες σαν και την πάρτη σου! Εδώ μέσα δεν θα ξαναπατήσεις το πόδι σου. Κατάλαβες;».
Μόλις μαθαίνει ο Διαμαντής τι έχει συμβεί, παίρνει φωτιά από τα νεύρα του. Ξαναφωνάζει τη Ρενάτα στο σπίτι και αλλάζει κλειδαριά προκειμένου να κλείσει την πόρτα στο γιο του. Οταν ο Πάτροκλος προσπαθεί να μπει και καταλαβαίνει τι έχει γίνει, αρχίζει να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει. Ο Διαμαντής στέλνει τη Ρενάτα πάνω για να μείνει μόνος του με τον Πάτροκλο και να εξηγηθεί μια και καλή: «Αλλαξα κλειδαριά. Πίστεψες ότι δεν θα τα μάθω; Η κοπέλα είναι επάνω κι εδώ θα μείνει. Εδώ θα μπαίνει όποιος γουστάρω εγώ και όποτε γουστάρω εγώ. Και επειδή συγκατοικώ πλέον, θα τηλεφωνείς πρώτα για να έρθεις. Τα κλειδιά σου τα παλιά είναι άχρηστα. Μπορείς να τα πετάξεις». Ο Πάτροκλος τρελαίνεται με αυτά που ακούει: «Γεροντοέρωτα έπαθες μωρέ; Σε έβαλε στο βρακί της μια τσουλίτσα;», του λέει και ο Διαμαντής του ρίχνει έχει γερό χαστούκι. Ο Πάτροκλος γίνεται έξαλλος και τον βουτάει. Πατέρας και γιος έρχονται στα χέρια για μια γυναίκα και ο Πάτροκλος του πιάνει τα χέρια και τον ακινητοποιεί, ενώ συγχρόνως τον προειδοποιεί: «Δεν θα σηκώσεις το χέρι σου να με χτυπήσεις ποτέ ξανά, γιατί θα σε διαλύσω»...